- ενίσταμαι
- 1) возражать, протестовать; оказывать сопротивление, противиться;2) юр. заявлять протест
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενίσταμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενίσταμαι — ενιστάμενος, αμτβ. 1. εναντιώνομαι, προβάλλω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, γνώμη, ενέργεια κτό.: Ενίσταμαι στην απόφαση του συμβουλίου. 2. (νομ.), κάνω ένσταση στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνίσταμαι — ἐνίστημι put pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
διενίσταμαι — (Μ) [ενίσταμαι] εναντιώνομαι, φέρνω αντιρρήσεις … Dictionary of Greek
περιενίσταμαι — Α είμαι κοντά, πλησιάζω («περιενισταμένου τοῡ ἦρος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐνίσταμαι «τοποθετούμαι»] … Dictionary of Greek
προενίσταμαι — Α [ἐνίσταμαι] προβάλλω ένσταση προηγουμένως … Dictionary of Greek
ՆԵՐԿԱՄ — (կացի կամ ցայ, ցեալ.) NBH 2 0418 Chronological Sequence: Unknown date, 6c չ. ἑνίσταμαι insisto, insto. Կալ. ʼի վերայ կալ. կայանալ. գտանիլ ներկայ. հաստիլ. կարգիլ. *Պատկանաւոր ժամանակ ʼի յայնժամ ներկացաւ. Բրս. ծն.: *Կայանան եւ զտեղի առնուն. ո՛րզան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)